μετριοπαθείᾳ

μετριοπαθείᾳ
μετριοπαθείᾱͅ , μετριοπάθεια
restraint over the passions
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετριοπαθεία — μετριοπαθείᾱ , μετριοπάθεια restraint over the passions fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπάθεια — restraint over the passions fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπάθεια — η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [μετριοπαθής] 1. η ιδιότητα τού μετριοπαθούς, περιορισμός τού πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.) 2. έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • μετριοπάθεια — η συγκράτηση των υπερβολικών αντιδράσεων, σωφροσύνη, διαλλακτικότητα, σύνεση: Υπάρχει μετριοπάθεια στις απόψεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετριοπαθείας — μετριοπαθείᾱς , μετριοπάθεια restraint over the passions fem acc pl μετριοπαθείᾱς , μετριοπάθεια restraint over the passions fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπάθειαι — μετριοπάθεια restraint over the passions fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπάθειαν — μετριοπάθεια restraint over the passions fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… …   Dictionary of Greek

  • МЕТРИОПАТИЯ —         (греч. , от ?? умеряющий свои страсти: умеренный, ?? ?? страсть, аффект), термин перипатетической школы, возникший в полемике со стоицизмом: стоич. идеалу полного искоренения аффектов и абс. бесстра стия мудреца перипатетики… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”